- ανάργητος
- geçikmeyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανάργητος — η, ο 1. αυτός που ήλθε χωρίς άργητα, χωρίς καθυστέρηση, έγκαιρα 2. αυτός που ενεργεί χωρίς να χρονοτριβεί 3. ακούραστος, άοκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άργητος άλλος τ. του αργητός, του οποίου ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται σ’επίδραση του… … Dictionary of Greek